αἰγιβότης

From LSJ
Revision as of 17:21, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek (Liddell-Scott)

αἰγιβότης: -ου, ὁ τρέφων αἶγας, ἢ ὁ ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν, Ἀνθ. Π. 6. 334.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui nourrit des chèvres.
Étymologie: αἴξ, βόσκω.

Spanish (DGE)

(αἰγῐβότης) -ου pastado por cabras σκόπελος AP 6.334 (Leon.).

Greek Monotonic

αἰγιβότης: -ου, ὁ (αἴξ, βόσκω), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.