ἀκρέμων
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρέμων: -ονος, ὁ, ἢ κάλλιον ἀκρεμών, όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: (ἄκρος): - Κυρίως κλάδος ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς, κλάδος, κλαδίσκος, κλωναράκι, βλάστημα, Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.
Greek Monotonic
ἀκρέμων: -ονος ή ἀκρεμών, -όνος, ὁ (ἄκρος), κλαδί, κλωνάρι, βλαστός, σε Ευρ., Θεόκρ.