αἴκε
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
αἴκεν, poet. and Dor. for ἐάν.
Greek (Liddell-Scott)
αἴκε: αἴκεν, Ποιητ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἐὰν.
Greek Monotonic
αἴκε: αἴκεν, ποιητ. και Δωρ. αντί ἐάν.