ἄκομπος

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

German (Pape)

[Seite 76] ohne Prahlerei, Aesch. Spt. 536.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
v. ἀκόμπαστος.

Spanish (DGE)

-ον
que no se jacta, ἀνήρ A.Th.554, ἄκομπα ἀλοιδόρητα sin jactancias ni insultos S.Fr.210.10 (ap.crít.).

Greek Monolingual

(I)
ἄκομπος, -ον (Α) κόμπος Ι]
ο ακόμπαστος.———————— (II)
-η, -ο κόμπος ΙΙ]
αυτός που δεν έχει κόμπους.

Greek Monotonic

ἄκομπος: -ον, αυτός που δεν επαίρεται, που δεν κομπάζει, σε Αισχύλ.