ἀμφέρω

Revision as of 17:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A v. ἀναφέρω.

German (Pape)

[Seite 133] = ἀναφέρω, ebenso ἀμφεύγω

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφέρω: ἀμ-φεύγω, ποιητ. ἀντὶ ἀναφ-.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀναφέρω.

English (Slater)

ἀμφέρω
   1 bring up med., offer, yield ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος (N. 11.38)

Spanish (DGE)

v. ἀναφέρω.

Greek Monolingual

ἀμφέρω (Α)
ποιητικός τύπος αντί αναφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναφέρω, με αποκοπή και αφομοίωση].

Greek Monotonic

ἀμφέρω: ποιητ. αντί ἀναφέρω.