ἀναδαίομαι
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
A v. ἀναδατέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδαίομαι: ἴδε ἀναδατέομαι.
Spanish (DGE)
ser distribuido γᾶς ἀναδαιομένας Orác. en Hdt.4.159.
Greek Monotonic
ἀναδαίομαι: βλ. ἀναδατέομαι.