ἀναδαίομαι
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
v. ἀναδατέομαι.
Spanish (DGE)
ser distribuido γᾶς ἀναδαιομένας Orác. en Hdt.4.159.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδαίομαι: ἴδε ἀναδατέομαι.
Greek Monotonic
ἀναδαίομαι: βλ. ἀναδατέομαι.