δειλίασις

Revision as of 18:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A fright, faintheartedness, Plu.Fab.17.

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Furchtsamkeit, Verzagtheit, Plut. Fab. 17.

Greek (Liddell-Scott)

δειλίασις: -εως, ἡ, τρόμος, φόβος, ἔκλειψις τοῦ θάρρους, ἀνανδρία, Πλούτ. Φαβ. 17.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
frayeur.
Étymologie: δειλιάω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
miedo, pusilanimidad μέλλησις ... καὶ δ. Plu.Fab.17, cf. Sch.Er.Il.10.10b.

Greek Monotonic

δειλίᾱσις: -εως, ἡ, τρόμος, λιποψυχία, έλλειψη θάρρους, σε Πλούτ.