Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
inf. ao.2 de λίτομαι.
λῐτέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του λίσσομαι.