σχετήριον

Revision as of 18:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

τό,

   A check, remedy, λιμοῦ against hunger, E.Cyc.135; astringent, Orib.9.43.11.

German (Pape)

[Seite 1054] τό, das, was hält, abhält, hindert, λιμοῦ Eur. Cycl. 135.

Greek (Liddell-Scott)

σχετήριον: τό, τὸ μέσον δι’ οὗ ἀναχαιτίζεταί τι, θεραπεία, ἀντιφάρμακον, ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον, εὐχάριστον ἀντιφάρμακον κατὰ τῆς πείνης, Εὐρ. Κύκλ. 135.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
moyen d’arrêter, de calmer, remède contre, gén..
Étymologie: σχεῖν.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.)
2. είδος στυπτικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριον). Για τη σημ. του τ. βλ. λ. σχετέος.

Greek Monotonic

σχετήριον: τό (σχεῖν), μέσο αναχαίτισης, θεραπεία, αντίδοτο, λιμοῦ, λέγεται για την πείνα, σε Ευρ.