ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἤιον: Ἐπ. ἀντὶ ᾔεσαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo)· ὡσαύτως α΄ ἑνικ., Λουκ. Συρ. Θ. 24.
see εἶμι.
ἤιον: Επικ. αντί ᾔεσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).