ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
v. πελάζω.
πελᾰσαίατο: Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. Μέσ. αορ. αʹ του πελάζω.