πελασαίατο

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

French (Bailly abrégé)

v. πελάζω.

Greek Monotonic

πελᾰσαίατο: Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. Μέσ. αορ. αʹ του πελάζω.