Νειλόρυτος

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νειλόρῠτος Medium diacritics: Νειλόρυτος Low diacritics: Νειλόρυτος Capitals: ΝΕΙΛΟΡΥΤΟΣ
Transliteration A: Neilórytos Transliteration B: Neilorytos Transliteration C: Neilorytos Beta Code: *neilo/rutos

English (LSJ)

ον, (ῥέω)

   A watered by the Nile, προβολή AP9.350 (Leon. Alex.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλόρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350.

Greek Monotonic

Νειλόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.