ὑετόεις

Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ῡ], εσσα, εν,

   A = ὑέτιος 1.1, dub. l. in AP9.525.21.

German (Pape)

[Seite 1175] εσσα, εν, zum Regen gehörig, regnig, Apollo heißt so Hymn. (IX, 525, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ὑετόεις: [ῡ], εσσα, εν, = ὑέτιος, Ἀνθ. Π. 9 525, 21.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de pluie, pluvieux.
Étymologie: ὑετός.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που φέρνει ραγδαίες βροχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός «βροχή» + -όεις].

Greek Monotonic

ὑετόεις: [ῡ], -εσσα, -εν, βροχερός, σε Ανθ.