φλαυρουργός

Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

όν,

   A working badly, φλαυρουργοῦ τινος . . ἀνδρός of some sorry workman, S.Ph.35.

Greek (Liddell-Scott)

φλαυρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
mauvais artisan.
Étymologie: φλαῦρος, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].

Greek Monotonic

φλαυρουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ φλαυρουργός, άθλιος εργάτης, σε Σοφ.