στεφανηπλόκια
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
τά,
A place where wreaths are plaited or sold, AP12.8 (Strat.): sg. στεφανοπλόκιον, = coronarium, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος ἔνθα πλέκονται ἢ πωλοῦνται στέφανοι, Ἀνθ. Π. 12. 8.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
lieu où l’on tresse et vend des couronnes.
Étymologie: στεφανηπλόκος.
Greek Monolingual
τά, Α στεφανηπλόκος
τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια.
Greek Monotonic
στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος όπου πλέκονται ή πωλούνται στεφάνια, σε Ανθ.