προκυρόομαι

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῡρόομαι Medium diacritics: προκυρόομαι Low diacritics: προκυρόομαι Capitals: ΠΡΟΚΥΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: prokyróomai Transliteration B: prokyroomai Transliteration C: prokyroomai Beta Code: prokuro/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be ratified or confirmed before, ἐν τῷ -κεκυρωμένῳ ψαφίσματι Supp.Epigr.3.674A28 (Rhodes, ii B.C.); διαθήκη -κεκυρωμένη ὑπὸ τοῦ εοῦ Ep.Gal.3.17:—Med., Anon.Prog.in Rh.1.605 W.

Greek (Liddell-Scott)

προκῡρόομαι: Παθ., ἐπικυροῦμαι πρότερον, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. γ΄, 17, Βυζ.· ― Μέσ., Ρήτορες (Walz) 1. 605.

Greek Monotonic

προκῡρόομαι: Παθ., επιβεβαιώνομαι από πριν, σε Καινή Διαθήκη