ἀνδρόσφιγξ

From LSJ
Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

German (Pape)

[Seite 219] ιγγος, ὁ, Mannsphinx, an denen der Kopf u. die Brust männlich ist, die gew. weiblich dargestellt wurden, Her. 2, 175.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόσφιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ ἄρρην σφίγξ, ἔχουσα δηλ. προτομὴν ἀνδρὸς καὶ οὐχὶ ὡς συνήθως γυναικός, Ἡρόδ. 2. 175.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ) :
sphinx à tête d’homme.
Étymologie: ἀνήρ, σφίγξ.

Spanish (DGE)

-ιγγος, ὁ
esfinge masculina ἀνδρόσφιγγας περιμήκεας ἀνέθηκε Hdt.2.175.

Greek Monolingual

ἄνδροσφιγξ, ἡ (Α)
Σφίγγα με πρόσωπο άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνδρόσφιγξ: -ιγγος, ὁ (ἀνήρ), ανθρώπινη σφίγγα με κορμό ανδρός, όχι (όπως συνήθως) γυναίκας, σε Ηρόδ.