ἀνταγωνιστής

Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A opponent, competitor, rival, Dialex.2.7, X.Cyr.1.6.8, 3.3.36, Alex.272; τινί τινος X.Hier. 4.6, etc.; ἀ. ἔρωτος a rival in love, E.Tr.1006, cf. Pl.R.554e, al.; χαλεποὶ ἀ. τοῖς βαρβάροις Isoc.4.75; ἀ. τῆς παιδείας opponents of their system of education, Arist.Pol.1338b37; ἀ. ἔχειν τινὰ ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.2.45.5.

German (Pape)

[Seite 243] , ὁ, Nebenbuhler, ἐν τῷ σταδίῳ Alex. Ath. II, 49 e; Xen. Cyr. 3, 3, 36; τινὶ πλούτου, im Reichthum, Hier. 4, 6; Feind, im Kriege, Cyr. 1, 6, 8; vor Gericht, Isocr. 4, 75; Pol. 2, 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀντίπαλος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8., 3. 3, 36, Ἄλεξ. ἐν Αδήλ. 2· τινί τινος Ξεν. Ἱέρ. 4. 6. κτλ.· ἀντ. ἔρωτος, ἀντίπαλος ἐν τῷ ἔρωτι, ἀντεραστής, Εὐρ. Τρῳ. 1006, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 554Ε, καὶ ἀλλαχοῦ· ἀνταγωνισταὶ τῆς παιδείας, οἱ ἐναντίοι εἰς τὸ σύστημά τινος περὶ παιδεύσεως, Ἀριστ. Πολ. 8. 4,7· ἀνταγωνιστὴν ἔχειν τινὰ ταῖς ἐπιβολαῖς Πολύβ. 2. 45, 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
antagoniste, adversaire, émule, rival.
Étymologie: ἀνταγωνίζομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 competidor, rival abs., en gener., Ar.V.1497, Pl.Alc.1.122b, X.Mem.2.6.26, fig. de la otra pers. implicada en el juego amoroso, Luc.Asin.9
c. ‘ser’ y dat. de pers. indicando de quién se es rival ἀνταγωνισταὶ ἡμῖν ἔσονται X.Cyr.1.6.8, ἀνταγωνισταὶ ... ἡμῖν ἔσεσθαι X.Cyr.3.3.36
c. gen. obj. de pers. c. igual sent. οἱ τῶν αὐτῶν ἀνταγωνισταί Arist.Rh.1382b13, φανερὸν εἶναι αὑτοῦ ποιούμενον ἀνταγωνιστήν y que fue evidente que le consideraba como rival suyo Plu.2.971a
c. gen., obj. de cosa indicando en qué se rivaliza ἔρωτος E.Tr.1006, ἀνταγωνιστὰς ... τῆς παιδείας opuestos al sistema de educación Arist.Pol.1338b37, γυμναστικῆς ἢ μουσικῆς ἤ τινος ἀγῶνος Pl.Lg.955a, cf. R.554e
c. ambas constr. τούτους γὰρ ἀνταγωνιστὰς ἡγεῖται αὑτῷ τοῦ πλούτου εἶναι pues los considera sus competidores en materia de riquezas X.Hier.4.6
c. dat. de abstr. o lugar ταῖς ἐπιβολαῖς Ἄρατον ἕξουσιν ἀνταγωνιστήν tendrán a Arato como rival en sus proyectos Plb.2.45.5, de juegos ἐν σταδίῳ Dialex.2.7, ἐν τῷ σταδίῳ Alex.272, cf. abs. Isoc.16.33, Luc.Herm.33, D.C.79.10.2, POxy.519.21, Gr.Shorthand Man.731
como adj. πρὸς τοὺς ἀνταγωνιστὰς τρόπους Ph.1.125, παρὰ τοῖς ἀνταγωνισταῖς ἡμῖν Ph.1.317.
2 enemigo τοῖς βαρβάροις Isoc.4.75, τοῖς Ῥωμαίοις D.C.67.6.1, cf. Isoc.10.29, Aristid.2.136
fig. ἀ. τῇ τοῦ βίου σ[ω] τηρίᾳ Epicur.Fr.[10] 4.13.
3 ἀνταγωνισταί· οἱ ὑποκριταί Hsch.

Greek Monolingual

ο (θηλ. ανταγωνίστρια, η) (Α ἀνταγωνιστής)
αυτός που ανταγωνίζεται κάποιον
αρχ.
1. ενάντιος, αντίθετος, αντιμαχόμενος
2. ο αντεραστής.

Greek Monotonic

ἀντᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ (ἀνταγωνίζομαι), αντίπαλος, ανταγωνιστής, σε Ξεν. κ.λπ.· ἀντ. ἔρωτος, αντίπαλος στον έρωτα, σε Ευρ.