τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ao.2 de ἀνατρέχω.
see ἀνατρέχω.
ἀνέδρᾰμον: αόρ. βʹ του ἀνατρέχω.