ψάμμιος

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

German (Pape)

[Seite 1391] = ψάμμινος, Aesch. Ag. 958 ἀκτά.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Greek Monotonic

ψάμμιος: -α, -ον (ψάμμος), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, αμμώδης, σε Αισχύλ.