Greek (Liddell-Scott)
Λήμνιος: -α, -ον, κάτοικος τῆς Λήμνου, ἴδε ἐν λέξ. Λῆμνος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Lemnos ; fig. violent, terrible : Λήμνιον πῦρ SOPH feu de Lemnos, feu terrible.
Étymologie: Λῆμνος.
Greek Monotonic
Λήμνιος: -α, -ον, κάτοικος της Λήμνου, βλ. Λῆμνος.