λαθρηδόν

Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 6] dasselbe; Anyte 11 (VII, 202); vgl. B. A. 611, 9.

Greek Monolingual

λαθρηδόν (Α)
επίρρ. λάθρα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αγελη-δόν, κεφαλη-δόν)].

Greek Monotonic

λαθρηδόν: επίρρ., = το προηγ., σε Ανθ.