λαθρηδόν

English (LSJ)

v. λάθρῃ.

German (Pape)

[Seite 6] dasselbe; Anyte 11 (VII, 202); vgl. B. A. 611, 9.

Greek Monolingual

λαθρηδόν (Α)
επίρρ. λάθρα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αγεληδόν, κεφαληδόν)].

Greek Monotonic

λαθρηδόν: επίρρ., = το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λαθρηδόν: adv. Anth. = λάθρᾳ I.

Middle Liddell

= λάθρῃ, Anth.]