μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already
δᾱμιοργός: Δωρικ. ἀντὶ δημιουργός· δάμιος, Δωρικ. ἀντὶ δήμιος.
δᾱμιοργός: Δωρ. αντί δημιουργός· δάμιος, Δωρ. αντί δήμιος.