ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
[Seite 132] ες, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII, 255).
μενέγχης: -ες, = μεναίχμης, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 255.
μενέγχης: -ες (ἔγχος), = μεναίχμης, σε Ανθ.