κατεπλάγην
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. de καταπλήσσω.
Greek Monotonic
κατεπλάγην: [ᾰ], Επικ. -επλήγην, Παθ. αορ. βʹ του καταπλήσσω.