κατεπλάγην

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. de καταπλήσσω.

Greek Monotonic

κατεπλάγην: [ᾰ], Επικ. -επλήγην, Παθ. αορ. βʹ του καταπλήσσω.