Greek (Liddell-Scott)
οὖλε: χαιρετισμός, ἴδε οὔλω. - Καθ. Ἡσύχ.: «οὖλε· ὑγίαινε. ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑγιὲς γενόμενον ἕλκος οὐλὴν λέγουσι».
French (Bailly abrégé)
v. οὔλω.
English (Autenrieth)
(cf. οὖλο Od. 18.1): imp. (salve), hail! Od. 24.402†.
Greek Monotonic
οὖλε: προστ. του οὔλω.