δορύκρανος

From LSJ
Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορύκρᾱνος Medium diacritics: δορύκρανος Low diacritics: δορύκρανος Capitals: ΔΟΡΥΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: dorýkranos Transliteration B: dorykranos Transliteration C: dorykranos Beta Code: doru/kranos

English (LSJ)

δορύκτητος, δορύμᾰχος,

   A v. δορι-.

German (Pape)

[Seite 659] λόγχη, speerköpfig, oben mit einer Spitze versehen, Aesch. Pers. 144, v. l. δορίκρ.

Greek (Liddell-Scott)

δορύκρανος: δορύκτητος, δορύμᾰχος, ἧττον ὀρθοὶ τύποι ἀντὶ δορι-.

Spanish (DGE)

(δορύκρᾱνος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
que es la cabeza de la lanza λόγχη A.Pers.148.

Greek Monotonic

δορύκρανος: δορύ-κτητος, δορύ-παλτος, δορυ-σθενής, λιγότερο ορθοί τύποι αντί δορι-.