καταπεπτηυῖα

From LSJ
Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπεπτηυῖα Medium diacritics: καταπεπτηυῖα Low diacritics: καταπεπτηυία Capitals: ΚΑΤΑΠΕΠΤΗΥΙΑ
Transliteration A: katapeptēyîa Transliteration B: katapeptēuia Transliteration C: katapeptivia Beta Code: katapepthui=a

English (LSJ)

Ep. fem. pf. part. of καταπτήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπεπτηυῖα: (καὶ καταπεπτηὼς) Ἐπικ. θηλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ καταπτήσσω.

Greek Monotonic

καταπεπτηυῖα: Επικ. αντί -πεπτηκυῖα, θηλ. μτχ. παρακ. του κατα-πτήσσω.