ἁρπάξανδρος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
α, ον,
A snatching away men, A.Th.776, restored by Herm. (in fem. form ἁρπαξάνδραν) for ἀναρπ-.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui saisit les hommes.
Étymologie: ἁρπάζω, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-α, -ον ladrón de hombres de la esfinge, A.Th.776.
Greek Monotonic
ἁρπάξανδρος: -α, -ον (ἀνήρ), αυτός που αρπάζει και μεταφέρει τους άνδρες μακριά, σε Αισχύλ.