ἀφθορία

Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A incorruption, prob. l. for ἀδιαφθορία in Ep.Tit.2.7, cf. Them.inPh.82.22.

German (Pape)

[Seite 410] ἡ, Unverdorbenheit, Unschuld, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφθορία: ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, πιθ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀδιαφθορία· ἐν τῇ πρὸς Τίτ. Ἐπιστολ. β΄, 7, Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incorruptibilité, pureté.
Étymologie: ἄφθορος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 integridad ἐν τῇ διδασκαλίᾳ Ep.Tit.2.7, τοῦ κόσμου τὴν ἀφθορίαν διασαλεύει Them.in Ph.82.22.
2 virginidad, castidad αἰνείσθω σοι καὶ γάμος, πρὸ γάμου δ' ἀφθορία Gr.Naz.M.37.634A.

Greek Monotonic

ἀφθορία: ἡ, αφθαρσία, έλλειψη φθοράς, σε Καινή Διαθήκη