αφθαρσία

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀφθαρσία) άφθαρτος
το να μην υπόκειται κάποιος ή κάτι σε φθορά, η αθανασία, η αιωνιότητα
νεοελλ.
φρ. «βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» — βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση
αρχ.
ακεραιότητα, αγνότητα, καθαρότητα.