δυσπάλαιστος

Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A hard to wrestle with, [Epich.] 254; ἀρά A.Ch.692; πράγματα Id.Supp.468; γῆρας E.Supp.1108; δύναμις X.HG5.2.18; cf. δυσπέλαστος.    2 unskilled at wrestling, Philostr.Gym.40.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich; πράγματα Aesch. Suppl. 463; Ἀρά Ch 681; τύχη, γῆρας, Eur. Alc. 892 Suppl. 1108; δύναμις Xen. Hell. 5, 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάλαιστος: -ον, πρὸς ὃν δυσκόλως παλαίει τις, Ἐπίχ. 98 Ahr.· ἀρὰ Αἰσχύλ. Χο. 692· πράγματα Ἰκέτ. 468· γῆρας Εὐρ. Ἰκέτ. 1108· δύναμις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2.18· πρβλ. δυσπέλαστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inévitable;
2 irrésistible;
3 dont on ne peut venir à bout (œuvre, entreprise).
Étymologie: δυσ-, παλαίω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-πᾰ-]
difícil de combatir, ineluctable, indomable de pers., Epich.280.5, Ἀρά A.Ch.692, πράγματα A.Supp.468, δυσπάλαιστόν ἐστιν ἀμαθία κακόν S.Fr.924, γῆρας E.Supp.1108, τύχα E.Alc.889, μοῖρα Moschio Trag.12, δύναμις X.HG 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.Gym.40.

Greek Monolingual

δυσπάλαιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην πάλη, ανίκητος
2. αυτός που δεν είναι γυμνασμένος στην πάλη.

Greek Monotonic

δυσπάλαιστος: -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει κάποιος, ακατανίκητος, ακαταμάχητος, σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.