Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
3ᵉ sg. sync. ao.2 Moy. de ἐλελίζω¹.
ἐλέλικτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἐλελίζω (Α).