ἐντί

Revision as of 22:42, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εἰμί.

German (Pape)

[Seite 856] dor. = εἰσί, sie sind, auch = ἐστί, er ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντί: Δωρ. ἀντὶ τοῦ εἰσί, γ΄ πληθ. τοῦ εἰμὶ (sum), Πίνδ. κλ.: ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ ἐστί, ἐντί γε πικρὸς Θεόκρ. 1. 17., 3. 39., 5. 21, κτλ.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. et 3ᵉ pl. prés. dor. de εἰμί.

Spanish (DGE)

v. εἰμί.

Greek Monotonic

ἐντί: Δωρ. αντί ἐστί ή εἰσί, γʹ ενικ. και πληθ. του εἰμί (sum).