ἔρριγα
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: ἔρρῑγα | Medium diacritics: ἔρριγα | Low diacritics: έρριγα | Capitals: ΕΡΡΙΓΑ |
Transliteration A: érriga | Transliteration B: erriga | Transliteration C: erriga | Beta Code: e)/rriga |
pf. of ῥιγέω.
ἔρρῑγα: πρκμ. τοῦ ῥιγέω· Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρρίγοντι.
v. ῥιγέω.
ἔρρῑγα: παρακ. με Ενεστ. σημασία του ῥιγέω· ἐρρίγησα, αόρ. αʹ.