ἐσχάτιος
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
α, ον, poet. for ἔσχατος, Nic.Th.746, AP7.555 (Joann. Poet.), Opp.C.1.124.
German (Pape)
[Seite 1046] poet. = ἔσχατος, ὕπνος Nic. Th. 746; μοῖρα Barbucall. 11 (VII, 555).
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχάτιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἔσχατος, Νικ. Θηρ. 747, Ἀνθ. Π. 7. 555.
Greek Monolingual
ἐσχάτιος, -α, -ον (Α) έσχατος
(ποιητ. τ.) έσχατος.
Greek Monotonic
ἐσχάτιος: -ον, ποιητ. αντί ἔσχατος, σε Ανθ.