εὐφύλακτος

Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A easy to keep or guard, A.Supp.998; εὐ. ἡ καρδία well-guarded, Arist. PA670a26; εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος more easily confined, Id.Sens.438a15, cf. PA656b2 (Sup.); ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι to be on one's guard, E.HF201; -ότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο it was easier for them to keep a look-out, Th.8.55; ὅπως εὐφύλακτα αὐτοῖς εἴη Id.3.92, cf. Plu.Rom.18.    II (φυλάττομαι) easy to guard against, Arist. SE174b35 (Comp.), D.C.57.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à garder;
Cp. εὐφυλακτότερος, Sp. εὐφυλακτότατος.
Étymologie: εὖ, φυλάσσω.

Greek Monolingual

εὐφύλακτος, -ον (Α)
1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτοςκαρδία» — η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ.
β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» — το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.)
2. φρ. α) «εὐφύλακτός τινι γίγνομαι» — παρακολουθούμαι απὸ κάποιον εύκολα
β) «εὐφύλακτός τινί εἰμι» ή «εὐφύλακτος γίγνομαι» — φρουρούμαι απὸ κάποιον με ευκολία
γ) «ἐν εὐφυλάκτῳ εἰμί» — προσέχω τον εαυτό μου, φυλάγομαι
3. αυτός από τον οποίο φυλάγεται κάποιος εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φυλακτός (< φυλάσσω)].

Greek Monotonic

εὐφύλακτος: -ον (φυλάσσω), αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα, σε Αισχύλ.· ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, βρίσκομαι σε επιφυλακή, σε Ευρ.· εὐφυλακτότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο, ήταν ευκολότερο γι' αυτούς να έχουν το νου τους, να προσέχουν, σε Θουκ.