θῦλαξ
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,= θύλακος, Arcesil.Com.1 D., Aesop.15;= προσκεφάλαιον, Hsch.; cited fr. Hom. by Poll.10.172; cj. in Sor.1.57.
German (Pape)
[Seite 1222] ακος, ὁ, oft v. l. für θύλακος.
Greek (Liddell-Scott)
θῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, = θύλακος, Αἴσωπ. 28. 4: - θῡλάς, άδος, ἡ, Ἀνθ. Π. 7. 413.
Greek Monotonic
θῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, = θύλακος, σε Αίσωπ.· θῡλάς, -άδος, ἡ, σε Ανθ. Π.