ἱέμεν

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek (Liddell-Scott)

ἱέμεν: ἱέμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἵημι. ― ἱέμενος, μετοχ. παθ. ἐνεστ. ― Ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἱεμένως, προθύμως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 890.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἵημι.

Greek Monotonic

ἱέμεν: ἱέμεναι, Επικ. απαρ. ενεστ. του ἵημι· ἱέμενος, μτχ. Παθ. ενεστ.