Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
ἴστω: γ΄ ἑνικ. προστ. τοῦ οἶδα· πρβλ. ἴττω.
3ᵉ sg. impér. de οἶδα.
see εἴδω (II.).
ἴστω: γʹ ενικ. προστ. του οἶδα.