καταχεύω

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχεύω Medium diacritics: καταχεύω Low diacritics: καταχεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΕΥΩ
Transliteration A: katacheúō Transliteration B: katacheuō Transliteration C: katacheyo Beta Code: kataxeu/w

English (LSJ)

Ep. for sq.:—Med.,

   A τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν Hes.Op. 583.

Greek (Liddell-Scott)

καταχεύω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., τέττιξ καταχεύετ’ ἀοιδὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581.

Greek Monolingual

καταχεύω (Α)
καταχέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χεύω (επιτ. τ. του χέω)].

Greek Monotonic

καταχεύω: Επικ. αντί επόμ.· Επικ. Μέσ. παρατ., τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν, σε Ησίοδ.