Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
κεκύθωσι: ῠ, ἴδε ἐν λ. κεύθω.
3ᵉ pl. sbj. ao.2 poét. de κεύθω.
see κεύθω.
κεκύθωσι: [ῠ], γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. βʹ του κεύθω.