μεταστάς

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

-άντος, ο
αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. αορ. β' του μεθίσταμαι].

Greek Monotonic

μεταστάς: μτχ. αορ. βʹ του μεθίστημι.