Ὀλύμπια

Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλύμπια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ Ὀλυμπίου Διός, ἱδρυθέντες ὑπὸ Ἡρακλέους τῷ 776 π.Χρ. καὶ ἀνιδρυθέντες ὑπὸ Ἰφίτου (πρβλ. Ὀλυμπιὰς ΙΙ. 3), καὶ τελούμενοι κατὰ πᾶν τέταρτον ἔτος ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀθροιζομένων ἐν Ὀλυμπίᾳ, πρῶτον παρ’ Ἡδοτ.· κατὰ τὸ πλεῖστον ἄνευ ἄρθρου, Ὀλύμπια ἄγειν 8. 26· Ὀλ. ἀναιρεῖν, νικᾶν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, 6. 36· Ὀλ. νικᾶν (ἴδε νικάω Ι. 1)· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, ποιεῖν τὰ Ὀλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 28· στέφεσθαι τὰ Ὀλ. Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 13. ― Οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες ἤρχοντο τῇ 11ῃ τοῦ Ἑκατομβαιῶνος.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
les jeux Olympiques qui se célébraient tous les quatre ans, en l’honneur de Zeus, à Olympie, en Élide.
Étymologie: Ὀλύμπιος.

Greek Monotonic

Ὀλύμπια: (ενν. ἱερά), τά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, προς τιμήν του Ολυμπίου Διός, θεσμοθετήθηκαν, ιδρύθηκαν από τον Ηρακλή το 776 π.Χ., και αναβίωσαν από τον Ίφιτο· τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, στην Ολυμπία, σε Ηρόδ.· Ὀλύμπια ἀναιρεῖν, νικᾶν, νίκη, διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στον ίδ. κ.λπ.