παλίμπλυτος

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A washed up again, vamped up: metaph., of a plagiarist who retouches the works of others and passes them off for his own, κηφὴν π. AP7.708 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 449] wieder gewaschen; übtr. κηφὴν παλ., Diosc. 30 (VII, 708), der die Werke Anderer wieder aufputzt und für die seinigen ausgiebt, plagiarius.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπλυτος: -ον, ἐκ νέου πλυθείς, ἀνακαθαρθείς· μεταφορ., ἐπὶ συγγραφέως σφετεριζομένου τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, ἀνακαινίζοντος ἢ τροποποιοῦντος αὐτὰ καὶ ἐκδιδόντος ὡς ἴδια ἑαυτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 708.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lave pour refaire, càd, fig. plagiaire.
Étymologie: πάλιν, πλύνω.

Greek Monolingual

παλίμπλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που πλύθηκε εκ νέου
2. μτφ. (για λογοκλόπο) αυτός που επεξεργάζεται ή τροποποιεί τα έργα τών άλλων και τά εκδίδει σαν να ήταν δικά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλυτός (< πλύνω)].

Greek Monotonic

πᾰλίμπλῠτος: -ον, αυτός που πλένεται από την αρχή, συρραμμένος, συγκολλημένος· μεταφ., λέγεται για λογοκλόπο, σε Ανθ.