πλυτός

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠτός Medium diacritics: πλυτός Low diacritics: πλυτός Capitals: ΠΛΥΤΟΣ
Transliteration A: plytós Transliteration B: plytos Transliteration C: plytos Beta Code: pluto/s

English (LSJ)

πλυτή, πλυτόν, washed, ἄλητον Hp.Art.36; π. ἄρτος a light form of bread, Gal.6.494, etc.

German (Pape)

[Seite 639] gewaschen, ausgespült, gereinigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλῠτός: -ή, -όν, πεπλυμένος, τῷ ἀλήτῳ τῷ σητανίῳ τῷ πλυτῷ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ πλύνω
1. πλυμένος, καθαρός
2. (για αλεύρι) καθαρό, κοσκινισμένο
3. φρ. «πλυτὸς ἄρτος» — είδος ελαφρού, εύπεπτου ψωμιού.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλυτός -ή -όν [πλύνω] gewassen.